-
1 υφαντουργία
[ифандургиа] ουσ. в. текстильная промышленностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υφαντουργία
-
2 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
3 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
4 фабрика
η βιοτεχνία, το εργοστάσιο, η φάμπρικα (ξεν.)прядильная - η κλωστοϋφαντουργία, το κλωστοϋφαντουργείοτο κλωστήριο, το νηματουργείο, табачная - το καπνεργοστάσιοткацкая - το υφαντήριο, το υφαντουργείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фабрика
-
5 текстиль
текстильм собир. ἡ ὑφαντουργία
См. также в других словарях:
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek
υφαντουργία — η 1. η υφαντική (βλ. λ.). 2. η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιβάνοβο — (Ivanovo). Πόλη (451.000 κάτ. το 2002) της Ρωσίας στις όχθες του ποταμού Ουβόντ, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας (23.900 τ. χλμ., 1.167.000 κάτ.) στα ΒΑ της Μόσχας. Η πόλη χωρίζεται σε τρεις περιφέρειες. Το σημερινό Ι. δημιουργήθηκε το 1871 από τη… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
τάλκης — Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Κόβεντρι — (Coventry). Πόλη (302.514 κάτ. το 1994) της Μεγάλης Βρετανίας, στη μητροπολιτική κομητεία των Δυτικών Μίντλαντς, στην κεντρική Αγγλία. Βρίσκεται χτισμένη πάνω σε ένα ύψωμα, κοντά στη δεξιά όχθη του ποταμού Έιβον. Με αρχικό οικοδομικό πυρήνα ένα… … Dictionary of Greek